χηρεύω

χηρεύω
[хирэво] р. быть бдовым, вдоветь,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χηρεύω" в других словарях:

  • χηρεύω — to be without pres subj act 1st sg χηρεύω to be without pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεύω — χηρεύω, χήρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χηρεύω — ΝΜΑ [χήρα] (αμτβ.) στερούμαι τον ή την σύζυγό μου λόγω θανάτου, είμαι χήρος ή χήρα (α. «χήρεψε πολύ νέος» β. «τοσοῡτον ἄν χρόνον χηρεύουσ ἠνείχετ ἐξὸν ἄλλῳ συνοικεῑν», Δημοσθ.) νεοελλ. (αμτβ.) μτφ. (για λειτούργημα, αξίωμα, θέση) παραμένω κενός… …   Dictionary of Greek

  • χηρεύω — χήρευσα και χήρεψα, χηρεμένος 1. είμαι σε χηρεία, είμαι χήρος, είμαι χήρα: Χήρεψε πολύ νωρίς, αλλά δεν παντρεύτηκε ξανά. 2. σε υπουργήματα, αξιώματα, θέσεις κ.ά., μένω κενός, δεν κατέχομαι: Χήρεψε μια θέση στο πανεπιστήμιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηρεύῃ — χηρεύω to be without pres subj mp 2nd sg χηρεύω to be without pres ind mp 2nd sg χηρεύω to be without pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχήρευκεν — χηρεύω to be without perf ind act 3rd sg χηρεύω to be without plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρευσάντων — χηρεύω to be without aor part act masc/neut gen pl χηρεύω to be without aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρευόντων — χηρεύω to be without pres part act masc/neut gen pl χηρεύω to be without pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεῦον — χηρεύω to be without pres part act masc voc sg χηρεύω to be without pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεύει — χηρεύω to be without pres ind mp 2nd sg χηρεύω to be without pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεύομεν — χηρεύω to be without pres ind act 1st pl χηρεύω to be without imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»